εγκέντριση

εγκέντριση
[-ις (-εως)] η , εγκέντρισμός ο
1) прививка, окулирование (деревьев); 2) пришпоривание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εγκέντριση" в других словарях:

  • εγκέντριση — η (Α ἐγκέντρισις) (για φυτά) ενοφθαλμισμός, εμβολιασμός, μπόλιασμα νεοελλ. (για άλογα) σπιρούνισμα …   Dictionary of Greek

  • ἐγκεντρίσῃ — ἐγκεντρίσηι , ἐγκέντρισις inoculation fem dat sg (epic) ἐγκεντρίζω goad aor subj mid 2nd sg ἐγκεντρίζω goad aor subj act 3rd sg ἐγκεντρίζω goad fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκεντρισμός — ο (AM ἐγκεντρισμός) η εγκέντριση μσν. νεοελλ. η ένωση δύο φυτών ή τμημάτων τους, εμβολιασμός …   Dictionary of Greek

  • ελαιοστάφυλος — ἐλαιοστάφυλος, ο (Α) ο ελαιόκαρπος που παράγεται από βλαστό ελιάς εγκεντρισμένο, μπολιασμένο σε κλήμα («ἐὰν ἐλαίαν εἰς ἄμπελον ἐγκεντρίσῃ, οὐ βότρυας μόνον ἐκ ταύτης γίνεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἐλαίας... καλεῑται δὲ ὁ ἐξ αὐτής καρπὸς ἐλαιοστάφυλος»,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»